- μπαρώνος
- ο1) водяная курочка; 2) барон; 3) негодяй, мерзавец, плут, мошенник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαρώνος — ο 1. το πουλί αιγιαλίτης ο κεντιανός 2. ο βαρώνος 3. (ειρωνικά) κακοήθης, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baron (βλ. λ. βαρώνος)] … Dictionary of Greek